ΠΡΩΤΟΟΓΚΟΓΟΝΙΔΙΟ (PROTO-ONCOGENE) ΕΝΔΟΚΥΤΤΑΡΙΚΕΣ ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ
Ένα φυσιολογικό γονίδιο που αλλοιώνεται με μετάλλαξη και γίνεται ογκογονίδιο που συμμετέχει σε ανάπτυξη νεοπλασίας.
Τα πρώτο-ογκογονίδια επιτελούν διάφορες λειτουργίες επί κυτταρικού επιπέδου.
Μερικά από αυτά παρέχουν «σώματα-ερεθίσματα» που αφορούν τη διαίρεση του κυττάρου.
Άλλα επιδρούν στη φυσιολογική λειτουργία της Απόπτωσης.
Οι παθολογικές μορφές των πρώτο-ογκογονιδίων, γνωστά σαν ογκογονίδια πια προκαλούν με ανώμαλο τρόπο διαίρεση των κυττάρων.
Αυτή η ανάπτυξη και διαίρεση των φυσιολογικών κυττάρων προκαλείται χωρίς να υφίστανται τα φυσιολογικά ερεθίσματα ανάπτυξης του κυττάρου (π.χ. αυτά που παρέχονται από τους ορμονικούς παράγοντες ανάπτυξης και διαίρεσης των κυττάρων). Κλειδί της δραστικότητας κάθε ογκογονιδίου είναι ότι μία απλή μετάλλαξη οδηγεί σε μη ελεγχόμενη ανάπτυξη των κυττάρων.
ΖΑΡ-70
Είναι ενδοκυτταρική πρωτεΐνη, η οποία έχει σαν λειτουργία της τη μετάδοση «σωμάτων ενεργοποίησης» προς τα Τ-λεμφοκύτταρα και φυσιολογικά φονικά κύτταρα.
Σπάνια ανιχνεύεται σε φυσιολογικές συνθήκες αλλά εμφανίζεται στα Β – κύτταρα της χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας (Χ.Λ.Λ.).
bd2
Πρώτο-ογκονίδιο που ανευρίσκεται στα Β κύτταρα της Χρόνιας Λεμφαγενούς Λευχαιμίας (Χ.Λ.Λ.).
Είναι γνωστό «καταπιεστικό» πρωτο-ογκογονίδιο που προκαλεί αναστολή της απόπτωσης (φυσιολογικός θάνατος κυττάρου) με αποτέλεσμα την αύξηση του χρόνου ζωής των παθολογικών κυττάρων.
ΑΝΤΙΓΟΝΟ ΚΙ-67
Το αντιγόνο KI-67 ή Ki-67 ή ΜΚ-167 είναι πρωτεΐνη στον ανθρώπινο οργανισμό που κωδικοποιείται από το ΜΚ-167 γονίδιο.
Είναι πρωτεΐνη του πυρήνα απαραίτητη για τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων.
Αδρανοποίηση του αντιγόνου ΚΙ-67 προκαλεί αναστολή της σύνθεσης του ριβοσωμικού RNA.
Το καρκινικό αυτό αντιγόνο βρίσκεται στα αναπτυσσόμενα διαιρούμενα κύτταρα, ενώ απουσιάζει από τα κύτταρα που βρίσκοντια σε ηρεμία.
Αποτελεί έτσι ένα καλό καρκινικό δείκτη.
Η παρουσία του καρκινικού δείκτη κατά αγγλική μελέτη αποτελεί καλό δείκτη διάγνωσης του ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ αλλά και δείκτη θεραπευτικής παρακολούθησης και υποτροπής της νόσου.
Dr. ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ