Skip to main content

ΒΑΣΕΟΦΙΛΑ

| Αιματολογία

ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΚΥΤΤΑΡΑ

Αποτελούν 10% του συνόλου των λευκωκυττάρων. Η ρίζα της λέξης, ετυμολογική προέλευση, από την σύνθεση των λέξεων (Βάση + philein: αγάπη).

Το όνομά τους προέρχεται από ο γεγονός ότι είναι ευαίσθητα στις βασικές χρωστικές ουσίες (βλέπε Εικόνα 1).

vaseofila-001

Εικόνα 1

Βασεόφιλο μετά από χρώση May-Granwald Giemsa

Τα βασικά κοκκία του πυρήνα των βασεόφιλων εμφανίζουν χρώση βαθειά μπλέ χρώματος και περιέχουν ισταμίνη που προκαλούν αγγειοδιαστολή και ηπαρίνη που δρα σαν αντιπηκτικό.

Η μισή ποσότητα της συνολικής ισταμίνης του οργανισμού μεταφέρεται από τα βασεόφιλα που αποτελούν 0,01 – 0,3% των λευκών αιμοσφαιρίων που κυκλοφορούν. Τα μεγάλα βασεόφιλα κοκκία, τα οποία χαρακτηρίζονται τα κύτταρα αυτά (είναι αρνητικά για υπεροξειδάση) και είναι γεμάτα ηπαρίνη.

Υπεροξειδάση : Ετυμολογικά σύνθετη λέξη από οξύ + ένζυμο. Είναι ένζυμο που καταλύει τη διάσπαση του υπεροξειδίου του υδρογόνου σε νερό και οξυγόνο. Πολύ συχνά βρίσκεται στα φυτικά κύτταρα και η χημική αντίδραση της υπεροξειδάσης αποτελεί βασική πηγή για τη χρόνια ενδοκυτταρική ανάπτυξη.

ΑΥΞΗΣΗ ΒΑΣΕΟΦΙΛΩΝ

Χρόνια Μυελοειδής Λευχαιμία (ΟΜΛ) πάνω από 80% του συνόλου των λευκών αιμοσφαιρίων αποτελείται από βασεόφιλα στην ΟΜΛ. Η ύπαρξη αμιγής βασεοφιλικής λευχαιμίας αμφισβητείται.
Ανάρρωση από λοίμωξη.
Υπολειτουργία θυρεοειδή αδένα.
Αληθής πολυερυθραιμία.
Κίρρωση ήπατος.
Χρόνιες αιμολυτικές αναιμίες.
Μετά από αφαίρεση σπληνός.
Σε χρόνιες λοιμώξεις.
Ανεμοβλογιά
Ευλογιά.

ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΒΑΣΕΟΦΙΛΩΝ

Οξύς ρευματικός πυρετός. (Συνήθως στην παιδική ηλικία)
Οξεία λοβώδης πνευμονία. (Συνήθως στην παιδική ηλικία)
Αναφυλακτοειδής πορφύρα. (Συνήθως στην παιδική ηλικία)
Μετά χορήγηση στεροειδών που επηρεάζουν την πτώση ισταμίνης ορού.
Μετά θεραπεία χρόνιων μυελοειδών λευχαιμιών (ακτινοθεραπεία – βουσουλιμάνη) ή κατά την περίοδο ύφεσης αυτών.
Θυρεοτοξίκωση
Stress
Κνίδωση.

ΒΑΣΕΟΦΙΛΑ

Τα βασεόφιλα περιγράφηκαν α’ φορά από τον Paul Erti Echrich το 1879. Εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα με μαστοκύτταρα και μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν υποκατηγορία «κυκλοφορούντων μαστοκυττάρων».

Όμως τα βασεόφιλα κύτταρα ολοκληρώνουν την διαφοροποίηση τους στον μυελό των οστών και στην συνέχεια εισέρχονται στην κυκλοφορία, ενώ αντίθετα τα ώριμα μαστοκύτταρα δεν είναι ανιχνεύσιμα στο αίμα παρά μόνον οι πρώϊμες μορφές αυτών, οι οποίες ολοκληρώνουν τη διαφοροποίησή τους στους ιστούς.

Τα ώριμα μαστοκύτταρα των ιστών μπορούν να πολλαπλασιαστούν και να επανέλθουν στη κυκλοφορία ενώ τα ώριμα βασεόφιλα που κυκλοφορούν έχουν χάσει την ικανότητα τους πολλαπλασιασμού.

Το συμπέρασμα είναι ότι τα βασεόφιλα τα μαστοκύτταρα πρόκειται για όμοια όχι ταυτόσημα κύτταρα.

Τα βασεόφιλα εμφανίζονται σε φλεγμονώδεις αντιδράσεις αλλεργικού υποστρώματος (βλέπε Πίνακα). Επίσης ο αριθμός τους αυξάνεται σε παρασιτικές λοιμώξεις.

Τα βασεόφιλα έχουν στην επιφάνειά τους ειδικούς υποδοχείς που δεσμεύουν την IgE.

Πειραματικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι τα βασεόφιλα κύτταρα συντελούν στην συμπεριφορά  των Τ-λεμφοκυττάρων για την πρόκληση δευτερογενής ανοσολογικής απάντησης.

Η ενεργοποίηση των βασεόφιλων προκαλεί απελευθέρωση ισταμίνης και πρωτεογλυκανών (ηπαρίνη – χονδροπίνη) όπως και πρωτεολυτικών ενζύμων (ελαστάση – λοσοφωσφολιπάση), επίσης και κυτταροκίνων.

Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι τα βασεόφιλα κύτταρα αποτελούν σημαντική πηγή της κυτοκίνης (ιντερλευκίνης 4) η οποία θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές κυτταροκίνες στην ανάπτυξη των αλλεργιών και την παραγωγή αντισωμάτων IgE από το ανοσοποιητικό σύστημα.

 

Dr. ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ


Ref. : - Βικιπαίδεια
Merck Man 19th ed.

Ερωτήματα Αναγνωστών

Παρακαλούμε συμπληρώστε στη φόρμα το ερώτημα σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατόν.