Γενικά Θέματα

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΔΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ

Το ύδωρ του οργανισμού αποτελεί ποσοστό 65% - 70% του βάρους του σώματος. Το ποσοστό αυτό ξεχωρίζει σαν ενδο-έξωκυτταριο ύδωρ.

Το ενδοκυττάριο ύδωρ το οποίον βρίσκεται μέσα στα κύτταρα των ιστών και διαφόρων οργάνων αποτελεί το 45% - 50% του παραπάνω συνολικού ύδατος.

Το εξωκυττάριο ύδωρ που βρίσκεται κατανεμημένο εκτός της μεμβράνης των κυττάρων των ιστών αποτελεί το 15% - 20% του συνολικού ποσοστού του ύδατος του οργανισμού.

Η σύσταση του εξωκυττάριου και ενδοκυττάριου υγρού φαίνεται στον ΠΙΝΑΚΑ 1 και ΣΧΗΜΑ 1.

Το ΥΓΡΟ ΤΩΝ ΙΣΤΩΝ που αποτελεί τμήμα του εξωκυττάριου υγρού, αποτελεί το υγρό στοιχείο μέσα στο οποίο κυκλοφορούν «κολυμπούν» τα κύτταρα των ιστών. Έχει την ίδια σύνθεση με το πλάσμα του αίματος, με τις εξής διαφορές :

  1. Περιέχει μικρότερο αριθμό πρωτεϊνών (το τοίχωμα των τριχοειδών αγγείων που έρχονται σε άμεση επαφή με το υγρό των ιστών είναι σχεδόν αδιάβατο στις πρωτεΐνες.
  2. Περιέχει λιγότερη ποσότητα Νατρίου (Na), κατιόντα Κ, περισσότερα ανιόντα χλωρίου cL τα ιόντα αυτών διέρχονται εύκολα τις μεμβράνες των τριχωειδών αγγείων.

Στο ενδοκυττάριο υγρό επικρατεί το Κ+ και περιέχονται μικρά ποσά Mg++ και ελάχιστο Na+.

Στον εξωκυττάριο χώρο επικρατεί το Na (βλέπε πίνακα 1).

 
 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 -

 

ΣΧΗΜΑ 1 – Κατανομή των ηλεκτρολυτών σε χιλιοστοϊσοδύναμα κατά λίτρο υγρού

 

Πλάσμα

Εξωκυττάριο υγρό (υγρό των ιστών)

Ενδοκυττάριο υγρό

Na+

142

140

10

K+

4

4

150

Ca++

5

5

-

Mg++

2

2

40

Cl+

102

114

15

HCO3

26

29

10

PO4 και SO4

3

3,5

150

Οργανικά οξέα

3

3,5

-

Πρωτεΐνες

15

-

40

Ο εξωκυττάριος χώρος εκτός από το υγρό των ιστών περιλαμβάνει : 1) τον ενδαγγειακό χώρο (χώρος αγγείων) δηλαδή το πλάσμα του σώματος, 2) τα υγρά των διάφορων κοίλων οργάνων του σώματος (γαστρεντερικός σωλήνας, εκφορητικοί πόροι αδένων, εγκεφαλονωτιαίο υγρό, υγρό συνδετικού ιστού και οστών).

Έτσι, τα ΤΡΙΑ ΚΥΡΙΑ «ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ» ΥΔΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, είναι ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΑΝΑΛΟΓΙΑ :

Ø ΕΝΔΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟ ΥΔΩΡ

> 55% ή 23 λίτρα

Ø ΔΙΑΜΕΣΟ ΥΔΩΡ – ΥΓΡΟ ΙΣΤΩΝ

> 20% ή 8,4 λίτρα

Ø ΕΝΔΑΓΓΕΙΑΚΟ ΥΔΩΡ

> • Πλάσμα 7,5% 3,2 λίτρα

• Όγκος ερυθρών αιμοσφαιρίων 1.8 λίτρα

Οι παραπάνω αναλογίες διατηρούνται σε ομοιόσταση με τη συνεργασία ογκοϋποδοχέων και ωσμωυποδοχέων.

Δηλαδή → ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΕΡΕΘΙΣΜΟΥ ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ (Ογκοϋποδοχέων) ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΟΓΚΟ ΑΙΜΑΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΕ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΟΓΚΟΥ 7% - 10%.

Όπως και → ΩΣΜΩΥΠΟΔΟΧΕΙΣ ΠΟΥ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ 1% - 2% ΤΗΣ ΩΣΜΩΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.

Γενικά ο όρος ομοιόσταση – ομοιαστασία σημαίνει την ικανότητα του κάθε οργανισμού να διατηρεί σταθερές και λειτουργικά επαρκείς και αποδοτικές τις συνθήκες του εσωτερικού περιβάλλοντός του, παρά τις επερχόμενες εσωτερικές και εξωτερικές μεταβολές, που δέχεται.

ΟΜΟΙΟΣΤΑΣΙΑ : Με τον όρο αυτό εννοούμε την

διατήρηση ισορροπίας μεταξύ εξωκυττάριου και

ενδοκυττάριου χώρου η οποία είναι ένα δυναμικά

ενεργητικό φαινόμενο που περιλαμβάνει ανταλλαγή

κυρίως ηλεκτρολυτών μεταξύ των δύο αυτών χώρων.

Οι διεργασίες αυτές επιτελούνται κυρίως μέσω των ογκοϋποδοχέων και ωσμωυποδοχέων που βρίσκονται στα αγγεία και όργανα του σώματα αλλά μέσω της αντλίας Na των κυττάρων όπως και με την δράση ενδοκρινών αδένων όπως : α) του Θυρεοειδή αδένα, β) την Υπόφυση , γ) το Φλοιό των επινεφριδίων.

Φυσιολογική σε καθημερινή βάση αποβάλλονται από τον ανθρώπινο οργανισμό (από τους πνεύμονες, το δέρμα, το γαστρεντερικό σύστημα και τα νεφρά) τα παρακάτω ποσά ύδατος.

Από τους πνεύμονες με την αναπνοή και από την επιφάνεια του δέρματος με τη μορφή της «άδηλου αναπνοής» αποβάλλεται 80-1200cc3 ύδωρ/24ωρο (δεν περιέχει υλεκτρολύτες).

Το ποσό αυτό του ύδατος εξαρτάται : α) από την μυϊκή εργασία, β) θερμοκρασία του σώματος και περιβάλλοντος.

Επί πυρετού π.χ. με την εφίδρωση προκαλείται μεγάλη απώλεια υγρών (Σύσταση ιδρώτα : Na 50meq/L – cL 40meg/L – K 6meg/L).

Από τον γαστρεντερικό σωλήνα (Γ.Ε.Σ.) απεκκρίνονται πολλά υγρά (σίελος – γαστρικό, εντερικό, παγκρεατικό υγρό – χολή), τα περισσότερα από αυτά επαναρροφούνται.

Τελική αποβολή υγρών από τον Γ.Ε.Σ. 100 – 200 κ.ε. / H2O/24ωρο.

Το ποσό αυτό αυξάνεται σημαντικά όταν σημειώνονται εμετοί και διάρροιες και μπορεί να φτάσουν οι απώλειες σε πολλά λίτρα.

Από τα νεφρά αποβάλλονται (με τα ούρα) 1000 – 1500κ.ε. ύδατος/24ωρο.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Προσλαμβανόμενο ύδωρ κάθε μέρα

Αποβαλλόμενο ύδωρ κάθε μέρα

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

ΟΓΚΟΣ ΥΓΡΩΝ

ΟΔΟΣ ΑΠΟΒΟΛΗΣ

ΟΓΚΟΣ ΥΓΡΩΝ

Ø Υγρά (ποτά κ.α.)

Ø Τροφές

Ø Διάμεσος Μεταβολισμός

1000 κ.ε.

700 – 900 κ.ε.

300 – 400 κ.ε.

Ø Ούρα

Ø Κόπρανα

Ø Δέρμα - αναπνοή

1000 – 1500 κ.ε.

100 – 120 κ.ε.

800 – 1200 κ.ε.

Οι παραπάνω τιμές αφορούν φυσιολογικό ενήλικα βάρους περί τα 70kgr.

Στους άνδρες ο μεταβολισμός του ύδατος είναι μεγαλύτερος και εντονότερος σε σύγκριση με τις γυναίκες.

Τα νεογνά βάρους 3 – 4 kg έχουν ισολογισμό ύδατος 600 κ.ε. δηλαδή εξαπλάσιο του βάρους τους.

Για το λόγο αυτό παθαίνουν εύκολα αφυδάτωση και γενικά διαταραχές της ομοιοστασίας τους.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην ομοιοστασία του οργανισμού του ανθρώπου, λαμβάνουν διεργασίες :

  1. Επί επιπέδου κυττάρων (αντλία μεμβράνης Na) – ωσμωϋποδοχείς – ογκοϋποδοχείς.
  1. Και οι ενδοκρινείς αδένες επίσης συμβάλλουν στις διεργασίες της ομοιόστασης, όπως :

Α) Ο ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ ΑΔΕΝΑΣ : επί υπερλειτουργίας του παρατηρείται αύξηση της αποβολής ύδατος (Δέρμα υπερθυρεοειδικού ατόμου : υγρό) επί υπολειτουργίας του αδένος εμφανίζεται κατακράτηση ύδατος (ξηρό δέρμα – μυζοιδηματικό).

Β) Η ΥΠΟΦΥΣΗ : η αντιδιουρητική ορμόνη (ADH) αποτελεί την κύρια ορμόνη η οποία διέπει τον μεταβολισμό του ύδατος. Η χορήγηση ύδατος σε κάθε φυσιολογικό άτομο προκαλεί ελάττωση έκκριση ADH η στέρηση αυτής προκαλεί μεγαλύτερη αποβολή ύδατος (διούρηση) ενώ η στέρηση ύδατος προκαλεί έκκριση ADH και κατακράτηση ύδατος.

Η ADH παράγεται στον υποθάλαμο και μεταναστεύει υπό μορφήν κοκκίων κατά μήκος των νεύρων προς το οπίσθιο λοβό της υπόφυσης (νευροϋπόφυση) όπου και αποταμιεύεται. Κάθε φορά που συμβαίνει ελάττωση του ενδοκυττάριου χώρου (αύξηση ωσμωτικής πίεσης εξωκυττάριου χώρου, έξοδος ύδατος εκ των κυττάρων προς τον εξωκυττάριο χώρο), ερεθίζονται ωσμωϋποδοχείς και εκκρίνεται ADH.

Άλλες αιτίες που προκαλούν έκκριση ADH και επομένως κατακράτηση ύδατος είναι α) το έντονο άλγος (κωλικός ήπατος – νεφρού), β) έντονες ψυχικές συγκινήσεις, γ) φάρμακα : μορφίνη – αναισθητικά – νικοτίνη – ισταμίνη – ακετυλοχολίνη, δ) αιμορραγίες.

Η δράση της ADH εντοπίζεται στους νεφρούς (άνω εσπειραμένα, αθροιστικά σωληνάρια).

Γ) ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΑ : από τον φλοιό των επινεφριδίων εκκρίνεται η αλδοστερόνη η οποία με το Na που κατακρατεί προκαλεί κατακράτηση ύδατος.

Η παραγωγή και έκκριση της αλδοστερόνης αυξάνεται : 1) όταν ελαττώνεται το Na του πλάσματος, 2) όταν αυξάνει Κ του αίματος, 3) όταν ελαττώνεται η πίεση του αίματος που διέρχεται από την κάτω κοίλη βλέβα και τις κοινές καρωτίδες (ύπαρξη επιτοπίως ογκοϋποδοχέων).

ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

Υπάρχουν 4 διαφορετικοί τύποι διαλυμάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη και τα οποία ενεργούν διαφορετικά κατά την ενδοφλέβια χορήγησή τους.

ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ

  • ΚΟΛΛΟΕΙΔΗ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ
  • ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΙΕΙΔΗ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ
  • ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΟΥ
  • ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑ ΟΞΥΓΟΝΟ

Η τεχνική της ενδοφλέβιας χορήγησης εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το έτος 1831 σε επιδημία χολέρας από τον Thomas Latta of Leith.

Η τεχνολογία των σταγόνων ενδοφλέβιας χορήγησης εφαρμόζεται το 1930 από τους Hirschfeld, Hyman, Wanger.

Η ενδοφλέβια χορήγηση χρησιμοποιείται για την άμεση αντιμετώπιση : 1) διαταραχών ηλεκτρολυτών, 2) για την χορήγηση αίματος και παραγωγών του, 3) για θεραπεία με χημειοθεραπευτικά φάρμακα, 4) για φαρμακευτικές θεραπείες παθήσεων που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης (αφυδάτωση – επίτευξη άμεσης αποτελεσματικότητας φαρμάκων π.χ. αντιβιοτικών), 5) για παρεντερική διατροφή (καταστάσεις χρόνιου υποσιτισμού – ασιτία νεοπλασματικών νόσων – νευρογενής ανορεξία – καταβολή οργανισμού από νεοπλασματικά νοσήματα).

Η χορήγηση των ενδοφλέβιων διαλυμάτων γίνεται με – καθετηριασμό περιφερικής φλέβας συνήθως στη ράχη της άκρας χείρας – ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΦΛΕΒΟΚΑΘΕΤΗΡΑ 96 ώρες.

Αναφέρθηκε ήδη η υπερτονικότητα ή υποτονικότηα ενός διαλύματος.

Όταν λέμε ΤΟΝΙΚΟΤΗΤΑ εννοούμε την συγκέντρωση διαλύματος έξωθεν του κυττάρου και τις επιδράσεις του στη ροή του ύδατος προς το εσωτερικό του κυττάρου ή εκτός του κυττάρου. Δηλαδή η τονικότητα είναι μέτρο εκτίμησης ωσμωτικής πίεσης 2 διαλυμάτων.

ΤΟ ΙΣΟΤΟΝΟ ΔΙΑΛΥΜΑ ΕΜΦΑΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΩΣΜΩΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΔΗΛΑΔΗ 270 – 300 mmol/L.

ΩΣΜΩΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ : ονομάζεται έτσι η συγκέντρωση συνδυασμένων διαλυτών, στοιχείων εντός ύδατος, η οποία εκφράζει την ωσμωτικότητα (ποσόν διαλυτού/ανά λίτρο διαλύματος).

Η ωσμωτικότητα του πλάσματος υπολογίζεται με τον τύπο :

2 (Na ορού) +

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΕΝΔΟΚΥΤΤΑΡΙΟΥ – ΕΞΩΚΥΤΤΑΡΙΟΥ ΥΓΡΟΥ

         
     
 

280 mosm/kg

28 L

H2O

 
 
 
 

ΕΝΔΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 
 

ΕΞΩΚΥΤΤΑΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

Ισότονο διάλυμα υπάρχει η ίδια συγκέντρωση στοιχείων διαλυμένων στο περιβάλλον του κυττάρου αλλά και εντός του κυττάρου.

Προφανώς υφίσταται η ίδια ωσμωτικότητα (βλέπε παραπάνω σχήμα).

Υπέρτονο διάλυμα, Υψηλή συγκέντρωση, μεγαλύτερη συγκέντρωση στοιχείων διαλυμένων στο περιβάλλον του κυττάρου (ωσμωτικότητα > 300mmol/L) συγκριτικά με τα περιεχόμενα συστατικά που βρίσκεται μέσα στο κύτταρο.

Η υπερτονία αυτή θα προκαλέσει έξοδο H2O και στοιχείων από το κύτταρο με αποτέλεσμα συρρίκνωση του κυττάρου.

Υπότονο διάλυμα θα προκληθεί το αντίθετο με αποτέλεσμα διόγκωση του κυττάρου.

Έτσι ο αραιωμένος (1/2 κατά το ήμισυ) φυσιολογικός ορός είναι υπότονος και όταν χορηγηθεί ενδοφλέβια το υγρό και συστατικά διαλυμένα εντός του υγρού θα κινηθούν από τον αγγειακό χώρα προς τα κύτταρα.

ΕΙΚΟΝΑ 1

 

Σε ισοτονικά διαλύματα δεν παρατηρείται μετακίνηση – ώσμωση μεταξύ κυτταρικής και αγγειακής μεμβράνης.

 

Σε υπότονα διαλύματα χορηγούνται IV θα προκληθεί μετακίνηση υγρών. Από αγγειακό και ενδοκυττάριο χώρο.

 

Σε υπερτονικά διαλύματα που χορηγούνται IV υγρά θα μετακινηθούν από κύτταρα και διάμεσο χώρο στον αγγειακό χώρο.

 

ΥΠΟΤΟΝΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

 

ΙΣΟΤΟΝΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

 

ΥΠΕΡΤΟΝΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

 

ΩΣΜΩΣΗ

 

ΕΙΚΟΝΑ 2

 

ΥΠΟΤΟΝΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

 

ΙΣΟΤΟΝΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

 

ΥΠΕΡΤΟΝΟ ΔΙΑΛΥΜΑ

 

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Τα υπερτονικά κρυσταλλοειδή διαθέτουν τονικότητα μεγαλύτερη του πλάσματος. Όταν χορηγούνται προκαλείται μετακίνηση, από τα κύτταρα προς τον ενδαγγειακό χώρο (αιμοφόρα αγγεία).

Τα υποτονικά κρυσταλλοειδή εμφανίζουν τονικότητα μικρότερη εκείνης του πλάσματος του ανθρώπινου οργανισμού.

Εφαρμογή αυτών IV προκαλεί γρήγορη μετακίνηση υγρών από ενδαγγειακό χώρο (αιμοφόρα αγγεία) μέσα στα κύτταρα.

ΤΑ ΠΙΟ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΑ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΓΙΑ ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ, είναι :

  • ΔΙΑΛΥΜΑ Ringer (Δ.R.) Lactated Ringer’s Solution

Διάλυμα ισότονο προς το αίμα χορηγείται ενδοφλέβια αλλά μπορεί και σε υποδόρια έγχυση.

Το Δ.R. ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των «κρυσταλλοειδών» διαλυμάτων (περιέχουν άλατα και δελτρόζη σε αντίθεση με τα «κολλοειδή» διαλύματα τα οποία περιέχουν πρωτεΐνη και μεγαλομοριακές ουσίες (starch = άμυλο ή ζελατίνη).

«L.R.» - «RL» - «LRS» (Συντομογραφίες διαλύματος Ringer).

ΣΥΣΤΑΣΗ RL

  • 130meq Na++ = 130mmol/L - από NacL
  • 100meq Chloride+ = 100mmol/L – NaC3H5O3
  • 28meq of Lactate = 280mmol/L sod lactate
  • 4meq of Potassium+ = 4mmol/L – KcL.
  • 3meq of Ca++ = 1.5mmol/L – CacL2

Ωσμωτικότητα RS → 273 osm/L

Το Lactate μεταβολίζεται σε Διπανθρακικά από το ήπαρ, γεγονός που βοηθάει τη μεταβολική οξέωση.

Δ.R. = pH = 6,5 Διάλυμα Ringer (R.L.)

Το διάλυμα αυτό εισήχθη το 1880 από Sidnay Ringer (Βρετανός γιατρός φυσιολόγος).

Με την ανακάλυψή του προσδοκούσε την παροδική λειτουργία της καρδιάς εκτός σώματος προμηθεύοντας τη με τα συστατικά του διαλύματος.

Το αυθεντικό διάλυμα με τη γνωστή περιεκτικότητα τροποποιήθηκε από τον Alexis Hartmann με στόχο την αντιμετώπιση της οξέωσης στα παιδιά.

Ενδείξεις χορήγησης R.L.

  1. Απώλεια αίματος μετά από τραύματα.
  2. Χειρουργικές επεμβάσεις.
  3. Εγκαύματα.

Προηγούμενη χρήση του R.L. ήταν σε μείωση διούρησης στη νεφροπάθεια.

Εφαρμογή R.L. σε μικρά ζώα υποδορίως.

Για αποκατάσταση υγρών το R.L. χορηγείται 20 – 30 meq/gr/hour

Το R.L. δεν συνιστάται για θεραπεία συντήρησης, διότι η περιεκτικότητά του σε Na (130ml/L) είναι αρκούντως μεγάλη και η περιεκτικότητα σε Κ (4meq/L) είναι χαμηλή.

Το R.L. και τα άλλα κρυσταλλοειδή διαλύματα, χρησιμεύουν σαν «ΟΧΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ» φαρμάκων IV χορηγούμενων.

Το R.L. μπορεί να δοθεί και per os (Δυσάρεστη γεύση!!!).

  • ΔΙΑΛΥΜΑ Hartman’s (Δ.Η.)

Διάλυμα κρυσταλοειδές, είναι σχεδόν ισοτονικό με το αίμα και χορηγείται ενδοφλεβίως.

Δίνεται για αντικατάσταση υγρών και ηλεκτρολυτών και έχει σαν κύρια ένδειξη την οξέωση που προκαλείται από απώλειες υγρών και ηλεκτρολυτών.

 

1 λίτρο Δ.Η. περιέχει

  • 131meq Na = 131mmol/L - από NacL
  • 111meq Chloride = 111mmol/L
  • 29meq of Lactate = 29mmol/L - NaC3H5O3 (Sodium lactate)
  • 4meq of Ca++ = 2mmol/L – CacL2
  • 5meq of K++ = 5mmol/L – από KcL.

 

Το Δ.Η. δεν πρέπει να χορηγείται σε άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη διότι τα ισομερή του γαλακτικού κλάσματος που περιέχεται στο διάλυμα προκαλούν Νεογλυκογόνεση.

Επίσης το Δ.Η. αντεδεικνύεται σε άτομα με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια – αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ισχαιμικού τύπου – ηπατικές παθήσεις απότοκες αλκοολισμού – σε άτομα που πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια.

Παρενέργειες χορήγησης Δ.Η.

Μικρού βαθμού οίδημα χεριών, αστραγάλων, ποδιών μπορεί να εμφανιστεί μετά την χορήγηση Δ.Η.

Η κατακράτηση υγρών που παρατηρείται στα παραπάνω όργανα, εμφανίζεται και στους πνεύμονες με κλινικό σημείο δυσχέρεια αναπνοής.

Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν → ναυτία → εμετούς → κεφαλαλγίες → ζάλη → διανοητική σύγχυση.

Επίσης, συχνά μετά την IV χορήγησή του Η.Δ. εμφανίζονται φλεγμονές στο σημείο εισόδου (οίδημα, ερυθρότητα, πόνος, θερμότητα).

  • ΔΙΑΛΥΜΑ 5% ΓΛΥΚΟΖΗΣ

Το διάλυμα 5% γλυκόζης είναι παράδειγμα υπότονου διαλύματος. Παρασκευάζεται διαλύοντας 50gr γλυκόζης σε 1 Lt απεσταγμένου ύδατος. Το διάλυμα δεν διαθέτει στη σύνθεσή του ηλεκτρολύτες.

Είναι υπότονο κατά την αρχή της IV χορήγησής του και όταν η γλυκόζη μεταβολίζεται (περίπου σε 5΄) το διάλυμα παρέχει ύδωρ που αποβάλλεται από τα νεφρά και το οποίο διαφεύγει από τον ενδαγγειακό χώρο προκαλώντας αύξηση ενδοκυττάριου όγκου.

Παρέχει κατά θρεπτική εκτίμηση 170 θερμίδες/λίτρο και πρακτικά η θερμιδική του ενέργεια είναι ίδια με την κατανάλωση 4 γραμμαρίων μπισκότων ενώ κάθε γραμμάριο γλυκόζης 5% παρέχει 3 – 4 θερμίδες.

Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΑΘΑΡΟΥ ΑΠΟΣΤΕΙΡΩΜΕΝΟΥ ΥΔΑΤΟΣ ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ ΘΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ.

ΤΑ ΥΠΟΤΟΝΙΚΑ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΔΕΝ ΧΟΡΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΕΝΔΟΚΡΑΝΙΑΚΗ ΠΙΕΣΗ ΔΙΟΤΙ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΑΡΧΟΝΤΟΣ ΟΙΔΗΜΑΤΟΣ.

ΕΠΙΣΗΣ ΤΑ ΥΠΟΤΟΝΙΚΑ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΟΡΗΓΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΒΡΑΔΕΙΣ ΡΥΘΜΟΥΣ IV, ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ (δύσπνοια – παροξυσμικός βήχας, κυάνωση) ΜΕ ΜΕΤΡΗΣΗ παράλληλα Α/Π – ΡΥΘΜΟΥ ΣΦΥΞΕΩΝ.

Τι είναι; Τι ονομάζεται τονικότητα;

Τονικότητα είναι μέτρο εκτίμησης και σύγκρισης της ωσμωτικής πίεσης μεταξύ δύο διαλυμάτων.

Υπέρτονα διαλύματα ονομάζονται εκείνα που έχουν μεγαλύτερη ωσμωτική πίεση σε σύγκριση με άλλα.

Πρακτικά τα υπέρτονα διαλύματα περιέχουν περισσότερα διαλυμένα μόρια όπως αλάτι και άλλους ηλεκτρολύτες.

Τα υπέρτονα διαλύματα όταν χορηγούνται προκαλούν μετακίνηση H2O από το κύτταρο προς το υπέρτονο περιβάλλον του.

Η ενέργεια αυτή θα προκαλέσει συρρίκνωση του κυττάρου.

ΠΑΝΤΩΣ Η ΥΠΟΤΟΝΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΥΠΕΡΤΟΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΕΝΟΣ ΔΙΑΛΥΜΑΤΟΣ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΠΟΥ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΕΙ.

π.χ. αν τοποθετήσουμε ένα κύτταρο μέσα σε θαλασσινό νερό το ενδοκυττάριο ύδωρ θα εξέλθει του κυττάρου με αποτέλεσμα συρρίκνωση και θάνατο του κυττάρου.

ΕΝΙΥΙΤΩΣΙΑΚΟ : Τα ψάρια της θάλασσας τα οποία

βρίσκονται συνεχώς μέσα σε υπέρτονο

διάλυμα διαθέτουν ειδικούς

μηχανισμούς αφαλάτωσης.

Στην Κλινική Πράξη υπέρτονα IV διαλύματα είναι 10% Dextrose και Υπέρ Θρεπτικά διαλύματα παρεντερικής διατροφής.

  • ΚΟΛΛΟΕΙΔΗ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ

Διαλύματα τα οποία περιέχουν ουσίες Μοριακού Βάρους > 30.000.

Στο πλάσμα τέτοια διαλύματα είναι οι πρωτεΐνες – κυρίως η λευκωματίνη – οι οποίες ασκούν την κύρια ωσμωτική πίεση στο τοίχωμα τριχοειδών αγγείων.

ΙΔΑΝΙΚΟ ΔΙΑΛΥΜΑ ΚΟΛΛΟΕΙΔΕΣ – ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΑΥΤΟΥ

  • Να διανέμεται στον ενδαγγειακό χώρο μόνο.
  • Όχι ακριβό.
  • Όχι ειδικές συνθήκες συντήρησης.
  • Να μη αλλοιώνει τις ομάδες αίματος και τις διασταυρώσεις.
  • Να είναι ανεκτό σε όλους τους νοσοκομειακούς ασθενείς (ανεξαρτήτως θρησκευτικών δοξασιών!!!).
  • Να είναι ισότονο με πλάσμα.
  • Χαμηλή γλοιότητα να διαθέτει.
  • Μισός χρόνος ζωής του να είναι 6 – 12 ώρες.
  • Πρέπει να μεταβολίζεται και να απεκκρίνεται (δηλαδή να μην παραμείνει στον οργανισμό).
  • Να μην αλλοιώνει λειτουργίες οργανισμού ακόμα και επί πολλών χορηγήσεων.
  • Να μην προκαλεί πυρετούς, αλλεργία, να είναι μη αντιγονικό, γενικότερα.
  • Να μην παρεμβαίνει στην ομοιόσταση και στους μηχανισμούς πήξης – αιμοποίησης – οξεοβασικής ισορροπίας.
  • ΔΕΞΤΡΑΝΕΣ

Μόρια πολυσακχαριτών υπό μορφή τεχνητού κολλοειδούς διαλύματος. Παράγονται με την χρήση του μικροβιακού ενζύμου dextran sucrase από το μικρόβιο Leuconostoc mesenteroides (B152 στέλεχος) που καλλιεργείται σε υλικό γλυκόζης.

Κυκλοφορεί σαν Dextran 40 [MW = MB = 40.000

Mn = number average modecular weight (σχετικό Μ.Β.) 25.000]

σκ. Rheomacrodex Dextran 70 (MW = 70.000 και Mn = 39.000)

σκ. Macrodex

Οι Δεξτράνες προκαλούν σοβαρές αναφυλακτικές εκδηλώσεις σε σύγκριση με τα άλλα κολλοειδή διαλύματα.

Οι αντιδράσεις αυτές αποδίδονται σε αντισώματα προς dextran τα οποία ενεργοποιούν την απελευθέρωση αγγειοδραστικών παραγόντων.

Προ της χορήγησης του διαλύματος η χρήση απτίνης (Dextran 1) μειώνει τις αντιδράσεις αυτές.

Η Dextran 70 ενεργεί 6 – 8 ώρες. Παρεμβάλλεται στις διασταυρώσεις της αιμοδοσίας!!! Συμμετέχει στην αιμόσταση προκαλώντας επίκτητη νόσο Von Willebrand.

ΑΝΩΤΕΡΗ ΔΟΣΗ : 1.500meq/ενήλικες.

Η Dextran 40 βελτιώνει τη μικροκυκλοφορία, χρήση στη μικροχειρουργική.

  • ΖΕΛΑΤΙΝΕΣ

Πρωτεΐνες που παράγονται από βρασμό του συνδετικού ιστού των ζώων.

Διαλύονται σε θερμό νερό, σχηματίζοντας ζελέ όταν κρυώσουν.

Η ζελατίνη δηλαδή είναι Μ.Β. μεγάλου πρωτεΐνη που σχηματίζεται από υδρόλυση του κολλαγόνου Σ.Ι. (συνδετικού ιστού).

Οι ζελατίνες χρησιμοποιήθηκαν σαν κολλοειδή στον άνθρωπο το 1915 με ΜΒ μεγάλο ≈ 100.000

Είχαν το πλεονέκτημα μεγάλης ωσμωτικής ενέργειας αλλά σαν βασικό μειονέκτημα δημιουργία υψηλής γλοιότητας αίματος και την τάση να αλλοιώνονται σε χαμηλές θερμοκρασίες.

Σήμερα κυκλοφορούν 3 ζελατινούχα διαλύματα (νέας γενιάς Ζελατίνες).

  • Ζελατίνες με σουκινιλικό οξύ ή ζελατίνη σε υγρή φάση (Gelofusine – Plasmagel – Plasmicn).
  • Οξυπολυζελατίνες (Gelifundol).
  • Ζελατίνη συνδεμένη με ουρία (Polygeline).

Το σκεύασμα Polygeline «Haemaccel» ετ. Hoechst διατίθεται στην Αυστραλία. Παράγεται με θερμική αποδόμηση κολλαγόνου οστών αγελάδας. Τα πολυπεπτίδια που προκύπτουν από την εξεργασία αυτή (MW 12.000 – 15.000) συνδέονται με ουρία και ισοκυανικά παράγωγα.

Η Polygeline κυκλοφορεί σαν διάλυμα 3.5% και περιέχει ηλεκτρολύτες Na+ 145 – K+ 5,1 – Ca++ 6,25 – cL 145mmol/L.

Το διάλυμα είναι στείρο μικροβίων, ελεύθερο πυρετογόνων ουσιών, δεν περιέχει συντηρητικές ουσίες και έχει δυνατότητα αποθήκευσης 3 χρόνια με θερμοκρασία μικρότερη των 30οC.

Αποβάλλεται από τους νεφρούς και η κατανομή του είναι 71% αποβολή από νεφρά, 16% παραμονή στον ενδοαγγειακό χώρο, 13% στο πλάσμα.

Το ποσόν της ουσίας που μεταβολίζεται ανέρχεται στο 3%.

Θεραπευτική χρήση : Διόρθωση υπο-ογκαιμίας από οξεία απώλεια αίματος – εξωσωματική κυκλοφορία.

Τα πλεονεκτήματα των ζελατινούχων διαλυμάτων (Macrodex- Rheomacrodex) είναι τα εξής :

  • Χρήση λιγότερης ποσότητας διαλύματος συγκριτικά με τα κρυσταλλοειδή.
  • Πιο οικονομικό και άμεσα διαθέσιμο.
  • Καμία πιθανότητα πρόκλησης μόλυνσης όταν το διάλυμα είναι καλά διατηρημένο.
  • Άμεσα αποβάλλεται από τα νεφρά.
  • Είναι συμβατό στη χορήγησή του με άλλα IV διαλύματα, πλην εκείνων που έχουν συντηρηθεί με κιτρικό Ca.
  • Δεν αλλοιώνουν τις διάφορες εργαστηριακές διασταυρώσεις (αίμα, παράγωγα αίματος).
  • ΑΜΥΛΟΥΧΑ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ

Αυτά τα πολυμερισμένα κολλοειδή διαλύματα παράγονται από την αμυλοπηκτίνη και με κατάλληλη επεξεργασία δίνουν την ουσία hydroxyethylstarch, η οποία απομακρύνεται από την κυκλοφορία με τα ούρα.

Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις παρατηρούνται (0,09%) και τα άτομα εμφανίζουν επίμονο κνησμό.

Πιθανόν τα κολλοειδή αυτά αμυλούχα σκευάσματα να παρεμβαίνουν στις φυσιολογικές διαδικασίες πήξης του αίματος.

Ανώτερη δόση : 20mls/kg.

ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΑ IV ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΑ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ

  • ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΟΣ

Χορήγηση φυσιολογικού ορού ο οποίος είναι ισωσμωτικό διάλυμα δεν θα μεταβάλλει την ωσμωτικότητα, τονικότητα του πλάσματος.

  • ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ

Κολλοειδή διαλύματα που κατανέμονται μόνον στον ενδαγγειακό χώρο.

Τονικότητα – ωσμωτικότητα δεν επηρεάζεται.

Ο όγκος αίματος αυξάνεται μετά τη χορήγησή τους κατά 20%.

Η αύξηση αυτή ερεθίζει του ογκοϋποδοχείς, με τελικό αποτέλεσμα πτώση παραγωγή ADH και αύξηση έκκρισης ύδατος.

Η αλβουμίνη μερικώς και με βραδύ ρυθμό ανακατανέμεται στο υγρό των ιστών και μεταβολίζεται.

Οι διαδικασίες αυτές είναι βραδείες και έτσι και ο επηρεασμός του όγκου του αίματος από τη χορήγηση αλβουμίνης (πρωτεϊνών πλάσματος) είναι βραδύς και διαρκής.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

  • Η χορήγηση Dextrote 5% αντιμετωπίζεται από τον οργανισμό του ανθρώπου σαν «καθαρό νερό» και μέρος αυτού περνάει στο κύτταρο.

Χρήσιμο διάλυμα για την αναπλήρωση του ενδοκυττάριου υγρού αλλά όχι για την αναπλήρωση «το γέμισμα» του ενδαγγειακού χώρου.

Αποβάλλεται από τα ούρα διότι η ADH ελαττώνεται σε απάντηση της πτώσεως της ωσμωτικότητας του πλάσματος.

  • Φυσιολογικός, χλωριονατριούχος ορός : ορός αναπλήρωσης του εξωκυττάριου χώρου. Ποσοστό 1/3 της χορήγησης παραμένει στον ενδαγγειακό χώρο.

ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΝΔΑΓΓΕΙΑΚΟΥ

ΟΓΚΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ IV ΧΟΡΗΓΗΣΗ 3ΠΛΑΣΙΑ

ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΑΠΩΛΕΣΘΕΝΤΟΣ ΑΙΜΑΤΟΣ

Φτηνό και άμεσα διαθέσιμο διάλυμα.

Απεκκρίνεται δια των νεφρών διότι η μικρή πτώση της ωσμωτικής πίεσης του πλάσματος που προκαλεί το διάλυμα, επιδρά στο σπειραμασωληναριακό σύστημα του νεφρού. Η ADH δεν συμμετέχει.

ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ π.χ. 5% ανθρώπινος Λευκωματίνης

Έξοχο διάλυμα για αναπλήρωση του ενδαγγειακού όγκου – χώρου. Αποβάλλεται σε λιγότερο ρυθμό των άλλων διαλυμάτων.

Μειονέκτημα : κόστος – πιθανή μόλυνση ηπατίτιδων.

Αποβάλλεται διότι πτώσης έκκρισης ADH προκαλείται από τους ογκοϋποδοχείς.

ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΟΞΥΓΟΝΟ

Η παρασκευή καθώς και η εφαρμογή τους βρίσκονται σε πειραματικό στάδιο.

Παρέχουν ελπίδες για την άμεση (προ της εισαγωγής) στο Νοσοκομείο ασθενών που εμφανίζουν μείωση όγκου αίματος (απώλεια αίματος, αιμορραγία).

Πιστεύεται ότι θα αντικαταστήσουν το αίμα και τα παράγωγά του.

ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ IV ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΑΛΥΜΑΤΩΝ

Κυκλοφορούν σε πλαστική ή σάκους βινυλίου και σε περιεκτικότητες 10 – 50 -100 – 200 – 500 – 1.000 – 2.000 – 3.000 ml/litre.

Συνήθεις χρήσεις 250 – 500 – 1.000 ml

Μερικά διαλύματα που περιέχουν ανάμειξη με φάρμακα, δεν είναι συμβατά με το πλαστικό ή βινύλιο και κυκλοφορούν σε συσκευασία ύαλου.

ΚΑΘΕ ΔΙΑΛΥΜΑ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ

ΣΤΗ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΟΠΩΣ – ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΗΤΑ – IV – ΥΓΡΟΥ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΛΗΞΕΩΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΥΜΑΤΟΣ.

ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΛΕΓΧΟΝΤΑΙ 2 ΚΑΙ

3 ΦΟΡΕΣ ΠΡΙΝ ΔΟΘΟΥΝ ΤΑ IV ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ.

Dr. ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Ø 5% ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΓΛΥΚΟΖΗΣ

: Διάλυση γλυκόζης σε αποστειρωμένο νερό. Το 5% χορηγούμενο διάλυμα IV, καθίσταται υποτονικό κυκλοφορώντας στον οργανισμό και τούτο διότι η διαλυμένη γλυκόζη στο νερό μεταβολίζεται ταχύτατα του οργανισμό.

Ø ΚΟΛΛΟΕΙΔΗ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ

: Διαλύματα που χορηγούνται IV, περιέχουν μεγαλομοριακές πρωτεΐνες οι οποίες παραμένει στον αγγειακό χώρο (αγγεία).

Ø ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΕΙΔΗ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ

: IV διαλύματα που περιέχουν ποικίλλες συγκεντρώσεις ηλεκτρολυτών.

Ø D5W

: 5% διάλυμα γλυκόζης.

Ø ΕΞΩΚΥΤΤΑΡΙΟΣ ΧΩΡΟΣ

: Ο χώρος που βρίσκεται εκτός κυττάρων και αποτελείται από α) τον ενδαγγειακό, β) τον διάμεσο χώρο – υγρό ιστών.

Ø ΥΠΕΡΤΟΝΙΚΟ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΕΙΔΕΣ ΔΙΑΛΥΜΑ

: Κρυσταλλοειδές διάλυμα που περιέχει υψηλή συγκέντρωση ηλεκτρολυτών, μεγαλύτερη του πλάσματος.

Ø ΥΠΟΤΟΝΙΚΟ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΕΙΔΕΣ ΔΙΑΛΥΜΑ

: Κρυσταλλοειδές διάλυμα που εμφανίζει μικρότερη συγκέντρωση ηλεκτρολύτη από εκείνη του πλάσματος.

Ø ΕΝΔΟΑΓΓΕΙΑΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

: Όγκος του αίματος που περιέχεται και κυκλοφορεί μέσα στα αγγεία (αρτηρίες-φλέβες-τριχοειδή).

Ø ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ ΥΓΡΑ – ΥΓΡΑ ΓΙΑ ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ ΧΡΗΣΗ

: Ειδικά παρασκευασμένα διαλύματα τα οποία χορηγούνται αποκλειστικά με IV οδό.

Ø ΙΣΟΤΟΝΙΚΟ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΕΙΔΕΣ ΔΙΑΛΥΜΑ

: Κρυσταλλοειδές διάλυμα που εμφανίζει την ίδια συγκέντρωση ηλεκτρολυτών με το πλάσμα.

Ø ΔΙΑΛΥΜΑ Ringe’s Ringer’s lactate ή L.R.

: Ισοτονικό κρυσταλλοειδές διάλυμα το οποίο περιέχει NacL – KcL και λακτικό Na, διαλυμένα εντός στείρου μικροβίων ύδατος.

Ø ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΣ ΟΡΟΣ ή

Ø N.S.

Ø N.S.S. (Normal Saline Solution).

: Ισοτονικό Κρυσταλλοειδές διάλυμα που περιέχει NacL σαν διαλύτη εντός ύδατος. Συγκέντρωση 0,9% NacL (ισοτονικό προς το πλάσμα).

Dr. ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ

e-genius.gr ...intelligent web software