Γρίπη
Διαφορική διάγνωση γρίπης - κοινού κρυολογήματος
Συμπτώματα |
Γρίπη |
Κοινό κρυολόγημα |
Πυρετός |
Συνήθως υψηλός πυρετός 38,50C έως 400C, |
Σπανίως υψηλός πυρετός σε ενήλικες και εφήβους - Δυνατόν να είναι υψηλός στα βρέφη, μικρά παιδιά (έως 390C) |
Κεφαλαλγία |
Δυνατόν να είναι έντονη με αιφνίδια έναρξη |
Σπανίως αναφέρεται |
Μυαλγίες |
Χαρακτηριστικές έντονες μυαλγίες |
Εάν είναι παρούσες, μέτριας βαρύτητας |
Κακουχία, κόπωση, εξάντληση |
Δυνατόν αν είναι πολύ έντονες και να έχουν αιφνίδια έναρξη. Δυνατόν να επιμείνουν για δύο ή και περισσότερες εβδομάδες |
Όχι |
Καταρροή, πταρμοί |
Μερικές φορές |
Συχνά |
Κυνάγχη |
Μερικές φορές |
Συχνά |
Βήχας |
Συνήθως έντονος |
Μέτριας βαρύτητας, παροξυσμικός |
Άλλα παθογόνα που μπορεί να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα με τη γρίπη είναι οι αδενοϊοί, οι ρινοϊοί, οι κορονα-ιοί, οι ιοί της παραινφουέντζας, ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός, το μυκόπλασμα της πνευμονίας και η λεγκιονέλλα.
ΕπιπλοκέςΗ κύρια επιπλοκή της γριπώδους λοιμώξεως είναι η ανάπτυξη πνευμονίας. Παρατηρείται συχνότερα σε άτομα με υποκείμενα χρόνια νοσήματα και σε άτομα που διαβιούν σε ιδρύματα χρόνιας φροντίδας και σε ασθενείς >65 ετών. Η πνευμονία δυνατόν να είναι πρωτοπαθής (από τον ίδιο τον ιό της γρίπης) ή δευτεροπαθής βακτηριακή ή ιογενής και βακτηριακή ταυτόχρονα. Η κύρια κλινική υποψία για ανάπτυξη πνευμονίας τίθεται όταν τα συμπτώματα της γρίπης επιμένουν ή και αυξάνουν αντί να μειούνται. Η πρωτοπαθής πνευμονία είναι ασυνήθης, αλλά συχνά θανατηφόρος, κατά την οποία η γρίπη επιδεινούται τις πρώτες 24-48 ώρες και οδηγεί σε επιδείνωση της δύσπνοιας, ταχύπνοια και κυάνωση. Στην ακρόαση, διάχυτοι λεπτοί υγροί και ρόγχοι ακούγονται. Τα πτύελα μπορεί να είναι αιμόφυρτα ή και αιμορραγικά. Στην α/α θώρακος παρατηρούνται αμφοτερόπλευρα διηθήματα διαμέσου τύπου ή εικόνα συμβατή με ARDS. Η ανωτέρω πνευμονία παρατηρείται συχνότερα σε ασθενείς με υποκείμενη καρδιακή νόσο (κυρίως βαλβιδοπάθεια μητροειδούς).
Η δευτεροπαθής (βακτηριακή) πνευμονία οφείλεται στην απόπτυωση του τραχειοβρογχικού επιθηλίου που είναι αποτέλεσμα της ιογενούς λοιμώξεως και οδηγεί στην μείωση της φυσικής ανοσίας του αναπνευστικού. Τα πλέον συχνά παθογόνα που ενοχοποιούνται είναι ο πνευμονιόκοκκος, ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος και ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας. Η δευτεροπαθής πνευμονία αναπτύσσεται ταυτόχρονα με την ιογενή λοίμωξη ή και μετέπειτα με χαρακτηριστική εμφάνιση υποτροπής του πυρετού και των αναπνευστικών συμπτωμάτων μετά από αρχική βελτίωση. Συνοδεύεται από υψηλό πυρετό, βήχα, πυώδηγ απόχρεμψη, πλευριτικό άλγος και ακτινολογική εικόνα πύκνωσης. Δευτερογενείς βακτηριακές λοιμώξεις επίσης μπορεί να προκαλέσουν οξεία πυώδη ωτίτιδα, οξεία παραρρινοκολπίτιδα. Προσβολή του μυϊκού συστήματος από τον ιό μπορεί να οδηγήσει σε μυοσίτιδα και συνοδό ραβδομυόλυση. Παρά την συχνή εμφάνιση μυαλγιών, η αληθής μυοσίτιδα είναι σπάνια. Εκδηλώνεται ως έντονη ευαισθησία των μυϊκών μονάδων κυρίως των κάτω άκρων, ενίοτε συνοδευόμενη από οίδημα. Εργαστηριακά υπάρχει άνοδος των τιμών της CPK και μυοσφαιρινουρία με πιθανότητα εμφάνισης οξείας νεφρικής ανεπάρκειας. Μυοκαρδίτιδα και περικαρδίτιδα, εγκεφαλίτιδα, άσηπτη μηνιγγίτιδα, οξεία εγκάρσια μυελίτιδα, σύνδρομο Guillain-Barré έχουν αναφερθεί. Είναι ευνόητο ότι όλα τα περιστατικά γρίπης μπορεί να οδηγήσουν στην επιδείνωση υποκείμενων νοσημάτων και την γενικότερη απορρύθμιση ενός ασθενούς. Ειδική μνεία χρειάζεται το σύνδρομο Reye. Αποτελεί εξωπνευμονική επιπλοκή – πιο συχνά – της γρίπης από ιό τύπου Β. Εμφανίζεται στην παιδική ηλικία συνήθως μετά από χορήγηση σαλυκιλικών κατά την διάρκεια της γριπώδους φλεγμονής. Η γρίπη δεν υφίεται αλλά εμφανίζονται ναυτία και έμετοι διάρκειας 1-2 ημερών, για να ακολουθήσει μια πλειάδα συμπτωμάτων από το Κ.Ν.Σ., από υπερδραστηριότητα έως σύγχυση, κώμα και σπασμούς. Χαρακτηριστική είναι η ηπατομεγαλία1 (θεαματική αύξηση των τρανσαμινασών και της LDH, μέτρια αύξηση της χολερυθρίνης και αμμωνίας). Κίνδυνος εγκεφαλικού οιδήματος και υπογλυκαιμίας, εισαγωγή στη Μ.Ε.Θ.
1.Αμανταδίνη και Ριμανταδίνη Δρουν αναστέλλοντας το αρχικό στάδιο της αναπαραγωγής του ιού και ειδικότερον την φάση μεταξύ της εισόδου στο κύτταρο και της αποβολής του πρωτεϊνικού περιβλήματος (uncoating). Συγκεκριμένα προκαλούν αναστολή της λειτουργίας της πρωτεΐνης Μ2 του ιού. Είναι δραστικές μόνον κατά του ιού Α της γρίπης. Η δυνατότητα αναπτύξεως αντοχής είναι δυνατή και αρκεί μια μόνο μετάλλαξη. Θεωρείται διασταυρούμενη και για τα δύο φάρμακα. Ο χρόνος ημίσειας της ριμανταδίνης είναι 24 ώρες, ενώ της αμανταδίνη είναι περίπου 14 ώρες. Απεκκρίνονται από τα νεφρά, αλλά η αμανταδίνη αποβάλλεται πρακτικώς αναλλοίωτη, ενώ η ριμανταδίνη αφού προηγουμένως υποστεί εκτεταμένο ηπατικό μεταβολισμό. Η τοξικότητά τους είναι δοσοεξαρτώμενη και αφορά κυρίως το Κ.Ν.Σ. και την καρδιά (σπασμοί, τρόμος, ευερεθιστότητα, διαταραχές ύπνου, αρρυθμίες). Γενικώς η ριμανταδίνη είναι καλύτερα ανεκτή. Πάντως τα φάρμακα αυτά είναι καλύτερα ανεκτά όταν χορηγούνται για προφύλαξη παρά για θεραπεία. Η συνιστώμενη δόση για την προφύλαξη είναι και για τα δύο φάρμακα 100 mg ανά 12ωρο για όσο διάστημα υφίσταται η επιδημία. Το ποσοστό επιτυχίας για την προφύλαξη κυμαίνεται από 50-90%. Όσον αφορά τη θεραπεία η αμανταδίνη χορηγείται σε δόση 100 mg ανά 12 ώρες για 10 ημέρες, ενώ η ριμανταδίνη σε δόση 150 mg ανά 12 ώρες.
2.Ζαναμιβίρη και Οσελταμιβίρη Και τα δύο φάρμακα δρουν αναστέλλοντας την νευραμινιδάση, μια επιφανειακή πρωτεΐνη του ιού. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα φάρμακα, αυτά είναι δραστικά και κατά των δύο ιών της γρίπης Α και Β. Η ζαναμιβίρη έχει πτωχή βιοδιαθεσιμότητα από το στόμα (2%) και γι’ αυτό χορηγείται τοπικώς με εισπνοές. Το 10-20% της χορηγούμενης δόσης απορροφάται από τον αναπνευστικό βλεννογόνο. Απεκκρίνεται από τους νεφρούς. Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου. Είναι περισσότερο αποτελεσματική αν χορηγηθεί το πρώτο 48ωρο από την έναρξη των συμπτωμάτων. Ανεπιθύμητες ενέργειες είναι η πρόκληση ερεθισμού των βρόγχων σε άτομα με άσθμα ή ΧΑΠ (προθεραπεία με βρογχοδιασταλτικά). Η διάρκεια θεραπείας είναι πενθήμερη. Έχει εγκριθεί για θεραπεία ατόμων 12 ετών και άνω, σε δόση δύο εισπνοών των 5 mg (σύνολο 10 mg) ανά 12 ώρες. Η οσελταμιβίρη έχει βιοδιαθεσιμότητα 80%, η οποία δεν επηρεάζεται από την λήψη τροφής, ενεργοποιείται στο ήπαρ και κατανέμεται στους ιστούς ικανοποιητικά, ιδιαιτέρως στο αναπνευστικό. Σε νεφρική ανεπάρκεια χρειάζεται αναπροσαρμογή της δόσης σε άτομα με κάθαρη κρεατινίνης
1από πλήρως αδρανοποιημένο ιό, που είναι αντιγονικός, αλλά όχι λοιμογόνος είτε
2από υπομονάδες (subunit vaccines) που είναι τα κεκαθαρμένα αντιγόνα επιφανείας αιμοσυγκολλητίνη (ΗΑ) και νευραμινιδάση (ΝΑ).
Η σύσταση των εμβολίων αλλάζει κάθε χρόνο σύμφωνα με τις οδηγίες του Π.Ο.Υ. Τα τελευταία χρόνια, τα εμβόλια περιέχουν τρεις αδρανοποιημένους ιούς, δύο τύπους Α (H3N2 και Η1Ν1) και έναν τύπου Β. Το εμβόλιο δημιουργεί ανοσία στο 60-90% των ενηλίκων. Τα επίπεδα ανοσίας είναι χαμηλότερα στους ηλικιωμένους, στους έχοντας αιματολογικές κακοήθειες, στους σπληνεκτομηθέντες και στους μεταμοσχευθέντες. Επαρκής ανοσία, παρατηρείται 2 εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό και διαρκεί σχεδόν ένα έτος. Ο εμβολιασμός μειώνει κατά 80% τη θνητότητα από τη γρίπη, αποτρέπει την εμφάνιση επιπλοκών της νόσου, ελαττώνει τον αριθμό των νοσηλειών και την αποχή από την εργασία. Το εμβόλιο χορηγείται κάθε χρόνο (Οκτώβριο ή Νοέμβριο). Χορηγούνται 0,5 ml του εμβολίου IM ή ΥΔ στον δελτοειδή μυ. Δεν χρειάζεται δεύτερη δόση μέσα στον ίδιο χρόνο. Σε 2 εβδομάδες έχουμε προστατευτικά αντισώματα. Στα παιδιά 9 ετών που εμβολιάζονται για πρώτη φορά – δύο δόσεις εμβολιασμού, σε διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα η μία από την άλλη.1.Όταν έχει σημειωθεί αλλεργική αντίδραση σε προηγούμενο εμβολιασμό
2.Όταν υπάρχει ιστορικό αλλεργίας στα λευκώματα (πρακτικά στα αυγά)
3.Όταν υπάρχει οξεία εμπύρετη νόσος
4.Νεογνά 6 μηνών Σε παιδιά 13 ετών πρέπει να χορηγούνται μόνον split virus vaccines.
Το αντιγριπικό εμβόλιο συνιστάται:- Σε άτομα άνω των 65 ετών
- Σε άτομα υψηλού κινδύνου (με χρόνια υποκείμενα νοσήματα), όπως ΧΑΠ, βρογχικό άσμα, καρδιακή ανεπάρκεια, αλκοολισμό και κίρρωση, σακχαρώδη διαβήτη, νεφρική ανεπάρκεια, σπληνεκτομή και λειτουργική ασπληνία, ανοσοκαταστολή από οποιαδήποτε αιτία, άτομα με νευρομυϊκές διαταραχές που είναι επιρρεπή σε εισροφήσεις.
- Σε εγκύους κατά το 2ο και 3ο τρίμηνο της κυήσεως.
- Σε όλους τους υγειονομικούς που περιθάλπουν άτομα υψηλού κινδύνου 5.Στους ανεμβολίαστους που πρόκειται να ταξιδέψουν σε περιοχές με υψηλό κίνδυνο νοσήματος.